- φυμάτωση
- η, Νφυματίωση τών πνευμόνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < φύμα, φύματος + κατάλ. -ωση (< ρ. σε -ώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Θεοδ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυμία — η, Ν φυμάτωση … Dictionary of Greek